Ελληνικό Πρόγραμμα Σπουδών ως Δεύτερη Γλώσσα (Πρωτοβάθμια, Δευτεροβάθμια Τεχνική και Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση στην Κύπρο)

Χώρα Μελέτης: Κύπρος
Το Πρόγραμμα Εκπαίδευσης για την Ελληνική ως Δεύτερη Γλώσσα στοχεύει να διευκολύνει και να υποστηρίξει το εκπαιδευτικό έργο προσφέροντας καθοδήγηση στη διδασκαλία κατανοητής παρουσίασης θεωριών που σχετίζονται με τη διδασκαλία της δεύτερης γλώσσας και παρέχει ορισμένα βασικά εφόδια στους εκπαιδευτικούς για την ανίχνευση της πιθανότητας δυσλεξίας και την καθοδήγηση των γονέων /κηδεμόνων σε αναζήτηση ουσιαστικής διάγνωσης και υποστηρικτικής βοήθειας.
Αυτή η καλή πρακτική αντανακλά τη συνεργασία του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης στην Ελλάδα και του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου Κύπρου, με στόχο την ανάπτυξη ενός οδηγού και Προγράμματος εκπαίδευσης απευθυνόμενο σε μαθητές με δυσλεξία που μαθαίνουν την ελληνική ως δεύτερη γλώσσα.
Η καλή πρακτική σκοπεύει να εξασφαλίσει την ομαλή ένταξη των δυσλεκτικών μαθητών στα σχολεία και να βοηθήσει τους δασκάλους να εξοικειωθούν με τις ανάγκες τους. Πραγματοποιήθηκε το 2020.
Το Πρόγραμμα Σπουδών απευθύνεται σε δασκάλους/εκπαιδευτικούς σχολείων που ασχολούνται με μετανάστες δυσλεκτικούς μαθητές πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Όχι, αλλά η αδυναμία διάκρισης των γλωσσικών δυσκολιών που σχετίζονται με την εκμάθηση μιας δεύτερης γλώσσας ή και την εκδήλωση νευροβιολογικού ελλείμματος αντικατοπτρίζεται στην Καλή Πρακτική.
Αυτή η πρακτική είναι να κατανοήσουμε ότι συχνά οι μειωμένες δεξιότητες των μαθητών υπερ-αναγνωρίζονται ή υπο-αναγνωρίζονται σε σχέση με την πιθανή ύπαρξη δυσλεξίας. Οι αναμενόμενες δυσκολίες των μαθητών στην εκμάθηση μιας δεύτερης γλώσσας ερμηνεύονται ως σημάδια δυσλεξίας, ενώ τα ελλείμματα φωνητικής επίγνωσης, ενδεικτικά πιθανής δυσλεξίας, αποδίδονται στην παρεμβολή της μητρικής γλώσσας.
Τόσο οι δεξιότητες κωδικοποίησης (δηλαδή η παραγωγή λόγου σε προφορική και γραπτή μορφή) όσο και οι δεξιότητες αποκωδικοποίησης (δηλαδή η ανάγνωση και κατανόηση γραπτού λόγου αλλά και η ακουστική αντίληψη και κατανόηση του προφορικού λόγου για παράδειγμα), χρειάζονται μια εστιασμένη στρατηγική διδασκαλίας στην περίπτωση των δυσλεκτικών μαθητών. Η γλωσσική επεξεργασία περιλαμβάνει επίσης μια σειρά από γνωστικές διαδικασίες που σχετίζονται με την προσοχή, τη μνήμη, τη λογική, τον προγραμματισμό, την επίλυση προβλημάτων, την κατανόηση και την παραγωγή λόγου και τομείς που θεωρούνται ιδιαίτερα σημαντικοί για την εκμάθηση της γλώσσας τους οποίους επηρεάζει η δυσλεξία.
Οι εκπαιδευτικοί στη μαθησιακή διαδικασία μετατρέπονται σε συν-σχεδιαστές, παρέχοντας πολύτιμο υλικό για:
- Το σχεδιασμό έγκαιρα χρονικής και εστιασμένης ανίχνευσης των δυσκολιών των μαθητών (διαγνωστικά εργαλεία και διαγνωστικές διαδικασίες), ιδιαίτερα σε σχέση με την ανάγνωση και τη γραφή, που οδηγεί σε πιο αποτελεσματική διδακτική παρέμβαση, μειώνοντας το άγχος και ενισχύοντας την αυτοπεποίθηση, την αυτονομία και τα κίνητρα των μαθητών.
- Η στάθμιση των διαγνωστικών εργαλείων με βάση τις ανάγκες της κάθε πολιτιστικής ομάδας και όχι η πιστή απόδοση στα ελληνικά των εργαλείων που έχουν ετοιμαστεί για μονόγλωσσους μαθητές του δυτικού πολιτισμού.
- Η διαμόρφωση μιας δυναμικής αξιολόγησης και διάγνωσης των δεξιοτήτων σκέψης των μαθητών σε συνδυασμό με τις πολιτιστικές τους αξίες, που εφαρμόζονται σε διαφορετικά είδη μαθησιακών πλαισίων, π.χ., τεστ, εκθέσεις γονέων, παρατηρήσεις δασκάλων κ.λπ.
Υπάρχουν ορισμένοι μύθοι σχετικά με βοηθητικά σημάδια δυσλεξίας σε νεοεμφανιζόμενους δίγλωσσους όπως ο αργός ρυθμός ανάγνωσης, το αυξημένο λεξιλόγιο, το ότι εξακολουθούν να κάνουν πολλά ορθογραφικά λάθη, ο αργός ρυθμός εργασίας σε σύγκριση με τους συνομηλίκους, η αδυναμία αναγνώρισης κοινών λέξεων που χρησιμοποιούνται συχνά κ.λπ.