Module 1, Topic 1
In Progress

4.8. Αρχή της εξατομίκευσης και της συστηματικότητας

Ένα από τα τρία βασικά στοιχεία της προσωποποιημένης μάθησης, η εξατομίκευση είναι όταν ο ρυθμός μάθησης προσαρμόζεται στις ανάγκες κάθε μαθητή/ριας. Η έμφαση δίνεται στην κατάκτηση του περιεχομένου. Με την εξατομίκευση, κάθε μαθητής/τρια μοιράζεται τους ίδιους γενικούς μαθησιακούς στόχους, αλλά ατομικά οι εκπαιδευόμενοι/ες μπορούν να προχωρήσουν στους μαθησιακούς στόχους με διαφορετικούς ρυθμούς. Για παράδειγμα, ορισμένοι εκπαιδευόμενοι/ες μπορεί να χρειάζονται λίγο περισσότερο χρόνο σε θέματα που δεν έχουν κατανοήσει πλήρως, αλλά μπορούν να προχωρήσουν γρήγορα όταν έχουν επιδείξει κατάκτηση της γνώσης.

Για να τεθεί σε λειτουργία η εξατομίκευση απαιτείται ο προσδιορισμός σαφών μαθησιακών αποτελεσμάτων και η παρακολούθηση της κατάκτησης των εκπαιδευόμενων με αυτούς τους στόχους. Ως αποτέλεσμα, οι όροι “εκπαίδευση βασισμένη στις ικανότητες” και “κατάκτηση” είναι στενά συνδεδεμένοι ή ακόμη και συνώνυμοι.  Παραδοσιακά, οι εκπαιδευόμενοι/ες με ειδικές ανάγκες είχαν εξατομικευμένα σχέδια μάθησης (IEP) για να διασφαλίσουν ότι λαμβάνουν την προσοχή που χρειάζονται για να είναι επιτυχημένοι/ες, αλλά η ιδέα αρχίζει να κερδίζει έδαφος σε όλους τους τομείς της εκπαίδευσης.

4.8.1.  Ποια είναι τα οφέλη;

  • Όλοι οι εκπαιδευόμενοι/ες βιώνουν την ίδια μαθησιακή εμπειρία, αλλά μαθαίνουν με τον δικό τους ρυθμό.
  • Η έμφαση μετατοπίζεται από την ώρα του μαθήματος στη γνώση.
  • Κάθε εκπαιδευόμενος/η συμμετέχει σε ένα κρίσιμο στοιχείο εξατομικευμένης μάθησης.
  • Οι εκπαιδευόμενοι/ες αποκτούν άνεση και νοιώθουν κινητοποιημένοι/ες καθώς επιτυγχάνουν τους μαθησιακούς τους στόχους

Ο διαφοροποιημένος και εξατομικευμένος σχεδιασμός των διαδικασιών διδασκαλίας και μάθησης είναι μια διδακτική προσέγγιση που επιχειρεί να διασφαλίσει την εκπαιδευτική δικαιοσύνη με την έννοια της συμμετοχικής δικαιοσύνης και συνδέεται και με τις πέντε κατηγορίες της συμπεριληπτικής πρακτικής των εκπαιδευτικών. Με βάση την αναγνώριση της πολλαπλότητας των εκπαιδευόμενων μέσα σε μια κοινότητα τάξης, αυτό απαιτεί τις διδακτικές αντιδράσεις και προσαρμογές των εκπαιδευτικών στις ατομικές ανάγκες των εκπαιδευόμενων. Κατά συνέπεια, η μεθοδολογική στροφή από το παραδοσιακό μοντέλο “ένα μέγεθος για όλους” στην εξατομικευμένη διδασκαλία και μάθηση ως απάντηση στην ετερογένεια προσφέρει ένα σημείο εκκίνησης για την εκπαιδευτική ισότητα στο σχολικό πλαίσιο.

Τόσο η διαφοροποίηση όσο και η εξατομίκευση έχουν τη διδακτική τους αφετηρία στις ανάγκες των εκπαιδευόμενων. Η διαφοροποίηση αναφέρεται σε ποικιλότροπη προετοιμασία και σχεδιασμό της ενταξιακής διδακτικής πρακτικής με ανακλαστικό τρόπο, αντιδρώντας στις ανάγκες των εκπαιδευόμενων. Με αυτόν τον τρόπο, γίνεται προσπάθεια να ανταποκριθεί κανείς στις ειδικές ανάγκες ομαδοποίησης των εκπαιδευόμενων μέσα σε μια τάξη. Οι στόχοι καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα δυνατοτήτων εκπλήρωσης (π.χ. ανάπτυξη ικανοτήτων στον τομέα της αριθμητικής ή της γραφής) και είναι ίδιοι για όλους τους/τις εκπαιδευόμενους/ες, αλλά η πορεία προς την επίτευξή τους τροποποιείται και προσφέρει διαφορετικές δυνατότητες λαμβάνοντας υπόψη, π.χ., το περιεχόμενο, την έκταση, το υλικό και τη διδασκαλία και μπορεί να εμφανιστεί ως το μακροεπίπεδο της προσαρμοσμένης διδακτικής πρακτικής χωρίς αποκλεισμούς. Η εξατομίκευση σέβεται τις ατομικές ανάγκες των εκπαιδευόμενων περισσότερο σε μικροεπίπεδο και προσαρμόζεται στις εκπαιδευτικές ανάγκες του καθενός/μιάς. Το περιεχόμενο, η έκταση, το υλικό, η υποστήριξη, η αξιολόγηση κ.λπ. προσαρμόζονται στις ανάγκες των εκπαιδευόμενων. Οι διδακτικές προσεγγίσεις εξαρτώνται από τις ατομικές απαιτήσεις.